εμβόλιο

εμβόλιο
το (AM ἐμβόλιον)
νεοελλ.
1. παρασκεύασμα που χορηγείται ενδομυϊκώς (με ένεση) ή από το στόμα για να προκαλέσει ανοσία προς ορισμένη νόσο ή για θεραπευτικούς σκοπούς
2. κλωνάρι δέντρου με οφθαλμούς, το οποίο χρησιμοποιείται για τον δενδροκομικό εμβολιασμό
3. η δαμαλίδα κατά τής ευλογιάς, η βατσίνα
αρχ.-μσν.
1. το δόρυ
2. εμβόλιμο άσμα
3. στόμιο ή υδρορρόη
4. γλυπτό στόλισμα σκευών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εμβόλιο — το 1. (ιατρ.), ανοσογόνα ουσία μικροβιακής προέλευσης, που μπαίνει στον οργανισμό και δημιουργεί αντισώματα για προφύλαξη ή θεραπεία από ορισμένες λοιμώδεις αρρώστιες, το μπόλι. 2. (ιατρ.), η βατσίνα (βλ. λ.). 3. κομμάτι από κλαδί δέντρου, με το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αυτεμβόλιο — Εμβόλιο το οποίο παρασκευάζεται με την καλλιέργεια του μικροβίου που προκάλεσε τη νόσο. Το μικρόβιο αυτό το παίρνουμε από τον ίδιο τον άρρωστο. Το εμβόλιο του είδους αυτού, όπως άλλωστε και τα άλλα, είναι εναιώρημα σε φυσιολογικό ορό νεκρών… …   Dictionary of Greek

  • μπόλιασμα — (Βοτ.). Πρακτική φυτοτεχνική μέθοδος, με την οποία γίνεται η μεταμόσχευση ενός ματιού ή τμήματος μικρού κλαδιού από ένα φυτό, του οποίου επιδιώκεται να διατηρηθούν τα χαρακτηριστικά, σ’ ένα άλλο, ιδιαίτερα εύρωστο, που ονομάζεται υποκείμενο. Το μ …   Dictionary of Greek

  • εμβολιασμός — Διαδικασία ενοφθαλμισμού λοιμώδους νόσου στον οργανισμό, μέσω εισαγωγής εμβολίων στο σώμα, με σκοπό να ανοσοποιηθεί ενεργητικά, δηλαδή μέσω της παραγωγής αντισωμάτων. Τα εμβόλια χρησιμοποιούνται τόσο για την πρόληψη (προφυλακτικά εμβόλια) όσο και …   Dictionary of Greek

  • ηπατίτιδα — Φλεγμονή του ήπατος. Μπορεί να οφείλεται σε ιούς, σε φάρμακα (συμπεριλαμβανομένου και του αλκοόλ) και σε δηλητήρια. Διακρίνονται διάφοροι τύποι η. ανάλογα με τον αιτιολογικό παράγοντα: η.Α (παλαιότερα γνωστή ως λοιμώδης). Προκαλείται από τον ιό… …   Dictionary of Greek

  • πολιομυελίτιδα — Νόσος λοιμώδης, η οποία οφείλεται σε ιό που προκαλεί φλεγμονή και καταστροφή της φαιάς ουσίας των μπροστινών κεράτων του νωτιαίου μυελού και έχει ως αποτέλεσμα την παράλυση και την ατροφία των εξαρτώμενων μυών. Από τους διάφορους ορολογικούς… …   Dictionary of Greek

  • τετραεμβόλιο — το, Ν εμβόλιο κατά τής διφθερίτιδας, τού τετάνου, τού κοκκύτη και τής πολιομυελίτιδας, αλλ. τετραπλό εμβόλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + εμβόλιο] …   Dictionary of Greek

  • δότης — Αυτός που δίνει κάτι, ο ευεργέτης, ο χορηγητής. (Βιολ.) Ζώο ή φυτό που δίνει το μόσχευμα σε περίπτωση μεταμόσχευσης ή το εμβόλιο σε περίπτωση εμβολιασμού. (Ιατρ.) To άτομο που δίνει ένα όργανο του σώματός του για μεταμόσχευση ή το αίμα του για… …   Dictionary of Greek

  • ετερεμβόλιο — ή ετεροεμβόλιο, το εμβόλιο που παρασκευάζεται από μικρόβια τα οποία λαμβάνονται από άλλη πηγή και όχι από τον πάσχοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + εμβόλιο] …   Dictionary of Greek

  • κοκίτης — Οξεία λοιμώδης και μεταδοτική νόσος. Προσβάλλει εκλεκτικά τις ανώτερες αναπνευστικές οδούς και χαρακτηρίζεται από τυπικούς παροξυσμούς σπασμωδικού βήχα, με σπασμό της γλωττίδας και αποβολή λεπτόρρευστης, βλεννώδους απόχρεμψης. Ο κ. προσβάλλει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”